βεβιασμένος

βεβιασμένος
-η, -ο
βλ. βιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βεβιασμένος — βιάζω constrain perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… …   Dictionary of Greek

  • οιοσδήποτε — οιαδήποτε, οιονδήποτε (ΑΜ οἱοσδήποτε, οἱαδήποτε, οἱονδήποτε) (αντων.) οποιοσδήποτε, όποιος και αν είναι («οιοσδήοτε βεβιασμένος χειρισμός συνεπάγεται επιδείνωση τής κατάστασης»). επίρρ... οἱωσδήποτε (ΑΜ) με οποιονδήποτε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷος… …   Dictionary of Greek

  • βιάζομαι — 1 βιάστηκα βλ. πίν. 36 (προφ. βιάζομαι) 2 βιάστηκα, βιασμένος βλ. πίν. 36 (προφ. βι άζομαι) Σημειώσεις: 1 βιάζομαι : με προφορά βιάζομαι (→ δείχνω βιασύνη) συνήθως δεν έχει ενεργητική φωνή. 2 βιάζομαι (προφ. βι άζομαι) : η λόγια μτχ. βεβιασμένος… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”